Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

ΘΕΑΤΡΟ

ΘΕΑΤΡΟ

   Το θέατρο είναι ο κλάδος της τέχνης που αναφέρεται στην απόδοση ιστοριών μπροστά σε κοινό, με τη χρήση κυρίως του λόγου, αλλά και της μουσικής και του χορού. Το θέατρο μπορεί να έχει διάφορες μορφές, όπως είναι ο μονόλογος, η όπερα, το μπαλέτο, η παντομίμα κ.ά. Το θέατρο δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στην Αρχαία Αθήνα, σαν μια εξέλιξη του διθυράμβου. Οι πρώτες μορφές του θεάτρου σε όλη τη διάρκεια της ελληνικής αρχαιότητας ήταν η τραγωδία, η κωμωδία και το σατυρικό δράμα. Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο πρωταγωνιστούσαν μονάχα άντρες και ακόμη και σε γυναικείους ρόλους ντύνονταν οι ίδιοι γυναίκες. Το 1962, από το Διεθνές Ινστιτούτο Θεάτρου, καθιερώθηκε η 27η Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου.
  Το αρχαίο ελληνικό θέατρο, θεσμός της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, διδασκαλία και τέλεση θεατρικών παραστάσεων, επ' ευκαιρία των εορτασμών του Διονύσου, αναπτύχθηκε στα τέλη της αρχαϊκής περιόδου και διαμορφώθηκε πλήρως κατά την κλασική περίοδο -κυρίως στην Αθήνα. Φέρει έναν έντονο θρησκευτικό και μυστηριακό χαρακτήρα κατά τη διαδικασία της γέννησής του, αλλά και έναν εξίσου έντονο κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα κατά την περίοδο της ανάπτυξής του.
   To μιούζικαλ είναι ένα είδος Θεάτρου που περιλαμβάνει τραγούδια, διαλόγους (πρόζα) και χορό. Είναι ένας τρόπος να πεις μια ιστορία και να εκφράσεις το συναισθηματικό περιεχόμενο της, δηλαδή το χιούμορ, το πάθος, τον έρωτα, το θυμό και πολλά άλλα κινητοποιώντας μέσα από το κείμενο, τη μουσική, την κίνηση καθώς και τις τεχνικές πτυχές της ψυχαγωγίας, όπως πχ τα οπτικά εφέ, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο σύνολο από το οποίο καμία από τις τέχνες που περιλαμβάνει να μην ξεχωρίζει από την άλλη με κανένα τρόπο. Πάρολο που το μιούζικαλ καλύπτεται από άλλες θεατρικές μορφές όπως η όπερα, αυτή του η ιδιαιτερότητα να έχει ιση αντιμετόπιση και να δίνει την ίδια σοβαρότητα σε όλες τις τέχνες που το αποτελουν, δίνει στο είδος έναν άλλο χαρακτήρα, ένα χαρακτήρα που αναγνωρίζεται ως το μουσικό θέατρο.

   Η όπερα αποτελεί μουσικό θεατρικό είδος, είναι δηλαδή μουσική σύνθεση που περιλαμβάνει συγχρόνως και σκηνική δράση. Οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη.
   Ο όρος όπερα ειναι ο πληθυντικός του λατινικού opus που σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως η μουσική, το θέατρο, ο χορός και η σκηνογραφία. Αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα, αν και ο όρος αυτός είναι ευρύτερος. Όπερα ονομάζεται επίσης το θέατρο που φιλοξενεί τις παραστάσεις.
   Η ποίηση της όπερας ή οι διάλογοι που αναδεικνύουν την πλοκή, αποτελεί το αποκαλούμενο λιμπρέτο (libretto), το οποίο ανάλογα με το είδος της όπερας μπορεί να είναι σοβαρό ή περισσότερο κωμικό. Υπάρχει γενικά διχογνωμία σχετικά με το αν το λιμπρέτο ή η μουσική είναι το σημαντικότερο στοιχείο σε μια όπερα. Η μουσική είναι τις περισσότερες φορές συνεχής και έχει ως απώτερο στόχο τη δραματοποίηση των δρώμενων στη σκηνή.

   Ως Μελόδραμα χαρακτηρίζεται ένα θεατρικό έργο (δράμα) που έχει μελοποιηθεί, δηλαδή η απόδοση μιας δράσης ή ενός γεγονότος που γίνεται με ενορχήστρωση της μουσικής φωνής (τραγουδιού) και ηθοποιΐας.
   Πρόκειται δηλαδή για το μουσικό θεατρικό είδος εκείνο που στη γαλλική και στην ιταλική γλώσσα αποδίδεται με τον όρο Όπερα. Κατ΄ επέκταση με τον αυτό όρο χαρακτηρίζεται επίσης ο θίασος και όλη η οργάνωση της απόδοσής του, καθώς και το θέατρο που προορίζεται γι΄ αυτήν. Συνεπώς το μελόδραμα είναι η ελληνική απόδοση του διεθνούς όρου Όπερα.

   Η Οπερέτα είναι ένα διεθνές θεατρικό είδος όπερας σε μικρότερη, απλούστερη και ελαφριά απόδοση με περισσότερο κωμικό χαρακτήρα, της οποίας ένα μεγάλο μέρος είναι πρόζα. Στην ελληνική αποδόθηκε με τον όρο «Μελοδραμάτιο» (υποκοριστικό του Μελοδράματος), που όμως δεν καθιερώθηκε.
   Ως θεατρικό είδος πρωτοεμφανίσθηκε στη Γαλλία της οποίας δημιουργός φέρεται ο Ιάκωβος Όφενμπαχ. Από την Γαλλική οπερέτα δημιουργήθηκε η Βιεννέζικη (Γερμανική) που αναδείχθηκε ιδιαίτερα από τον Γιόχαν Στράους τον νεότερο, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας πλέον είναι το βαλς. Σημαντικότερες από τις οπερέτες του Γιόχαν Στράους Β΄ είναι ο «Βαρώνος αθίγγανος» και η «Νυχτερίδα».

   Το Θέατρο Νο (ιαπ.: Nō) ή Νογκάκου (能楽 Nōgaku) αποτελεί παραδοσιακό είδος ιαπωνικού δράματος. Το θέατρο Νο αναπτύχθηκε μαζί με το κιόγκεν και εμφανίστηκε τον 14ο αιώνα. Έχει τις ρίζες του στο θρησκευτικό τελετουργικό,[1] αλλά εξελίχθηκε μέσα από αριστοκρατικές και λαϊκές μορφές τέχνης.
   Η μορφή που διατηρείται μέχρι σήμερα, δόθηκε στο Νο, κατά την περίοδο Μουρομάτσι (1336-1573), από τον Κανάμι Κιγιοτσούγκου και τον γιο του Ζεάμι Μοτοκίγιο, όταν και χορηγούνταν από τους σογκούν Ασικάγκα. Παραστάσεις συνεχίζονταν κατά τους επόμενους αιώνες, αλλά νέα έργα σταμάτησαν να δημιουργούνται μετά τον 16ο αιώνα.

   Η παραστάσεις Νο συνοδεύεται από χορωδία και μουσικούς, τους λεγόμενους νο-μπαγιάσι (Noh-bayashi 能囃子). Έχει χαρακτηριστεί ως "Ιαπωνική Όπερα", αλλά οι φωνές της χορωδίας καλύπτουν λίγες νότες. Πάντως είναι ξεκάθαρο ότι η μελωδία δεν αποτελεί το σημαντικότερο μέρος των τραγουδιών στο Νο. Τα κείμενα είναι ποιητικά, στηριζόμενα σε μεγάλο βαθμό στο ρυθμό της ιαπωνικής ποίησης, ενώ χαρακτηρίζονται και από οικονομία στις εκφράσεις.

  
   Το Θέατρο Καμπούκι  (歌舞伎) είναι ένα είδος παραδοσιακού Γιαπωνέζικου θεάτρου. Το Καμπούκι είναι γνωστό για την τυποποίηση (στυλιζάρισμα) του δράματος και για τις πολυτελείς ενδυμασίες των ηθοποιών. Το ιδεόγραμμα του Καμπούκι από τα αριστερά προς τα δεξιά μεταφράζεται σε τραγούδι (), χορός(), και ικανότητα (). Το Καμπούκι μπορεί λοιπόν να μεταφραστεί σαν την τέχνη του τραγουδιού και του χορού. Το Καμπούκι μπορεί επίσης να μεταφραστεί σαν το θέατρο της πρωτοπορίας ή το περίεργο θέατρο.Η έκφραση Καμπούκιμονο (歌舞伎者) αναφέρεται σε άγριες συμμορίες εκκεντρικών νέων των πόλεων που ντυνόταν περίεργα με εκκεντρικές κομμώσεις.

Άλλα είδη θεάτρου είναι :

   Με τον όρο κωμωδία χαρακτηρίζεται κάθε έργο που έχει ως σκοπό να διασκεδάσει μέσω κάποιου χιουμοριστικού θέματος. Η ακαδημαϊκή της έννοια, επηρεασμένη από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, είναι συνήθως διαφορετική και συνυφασμένη με την σατιρική κωμωδία πολιτικού θέματος.
   Η κωμωδία παρουσιάζεται σε πολλές μορφές, όπως την θεατρική, από όπου ξεκίνησε μέσω του αρχαίου θεάτρου, την τηλεοπτική και την σόλο όρθια κωμωδία.
   Η επιρροή της κωμωδίας μπορεί να είναι σημαντική σε κοινωνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, η Δημοκρατία της Αρχαίας Αθήνας ενισχύθηκε μέσω έργων κωμωδίας που είχαν ως μέσο τη σάτιρα για να διακωμωδήσουν αρνητικά στοιχεία της κοινότητας.
   Η τραγωδία είναι ένα δραματικό είδος ποιητικού λόγου που εμφανίστηκε στην Αρχαία Ελλάδα. Δηλαδή, "είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση (δηλ. αναπαράσταση επί σκηνής) πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό ("γλυκό" ή "διανθισμένο", στην κυριολεξία), τα μέρη της οποίας διαφέρουν στη φόρμα τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο του θεατή τον αποκαθάρει (λυτρώνει) από παρόμοια ψυχικά συναισθήματα".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου