Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

ΟΜΑΔΑ Δ - Α3 Η γυναίκα της Ζάκυθος


ΟΜΑΔΑ  Δ΄
« Η γυναίκα της Ζάκυθος » 

Δ. Σολωμός

     Το πεζό έργο του Δ. Σολωμού ‘’Η γυναίκα της Ζάκυθος ‘’ αναφέρεται στην περίοδο πολιορκίας του Μεσολογγίου και συγκεκριμένα λίγο πριν την πτώση του. Από αυτό μπορούμε να αντλήσουμε πολλές πληροφορίες όσον αφορά την κοινωνική θέση των γυναικών και τις διαφορές που τις χαρακτηρίζουν ανάλογα με τον τόπο καταγωγής και τις συνθήκες ζωής τους.

    Αρχικά παρουσιάζονται οι Μεσολογγίτισσες, οι οποίες αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Ζάκυθο, ενώ τα αρσενικά μέλη των οικογενειών τους πολεμούσαν. Αλλά κι αυτές δεν έμεναν άπραγες. Συνέβαλλαν στον αγώνα των Μεσολογγιτών αφήνοντας με τον καιρό την υπερηφάνεια τους και βγαίνοντας στο δρόμο να ζητιανέψουν έτσι ώστε να μπορέσουν να στείλουν χρήματα, τρόφιμα κι άλλα είδη πρώτης ανάγκης στους αγωνιστές. Συνεπώς, η γυναίκα εκείνης της εποχής, αν και συνήθως δεν συμμετείχε ενεργά στη μάχη, ξεχνούσε την περηφάνια της μπροστά στην αγάπη για την οικογένεια και την πατρίδα και τα θυσίαζε όλα.  Επιπλέον, τηρούσαν την αξιοπρέπεια τους ακόμα και όταν ζητιάνευαν, δείχνοντας έτσι την πίστη τους σε αξίες και ιδανικά. Και ο κόσμος, όμως, συμπεριφερόταν με σεβασμό προς αυτές και τον αγώνα τους, προσφέροντας ότι είχε στη διάθεση του ο καθένας.

     Από την άλλη, η γυναίκα της Ζάκυθος ασχολείται με τον καλλωπισμό της κόρης επιδεικνύοντας ένα είδος αδιαφορίας για τα υπόλοιπα γεγονότα στον κόσμο γύρω της. Από τα λόγια της φαίνεται πως πρωταρχικός στόχος για μια γυναίκα, από την παιδική της ηλικία ακόμα, είναι ο γάμος, ο οποίος συνοδεύεται από την διατήρηση της εξωτερικής ομορφιάς. Ακόμα, δείχνει μια ψεύτικη θεοσέβεια, η οποία αναιρείται στο διάλογο με τις Μεσολογγίτισσες. Βλέποντας τις Μεσολογγίτισσες, αποκτά μία εχθρική στάση και ξεκινά με κατηγορίες πως ήρθαν να την διατάξουν και να της αντιμιλήσουν. Συνεχίζει υποστηρίζοντας πως οι Τούρκοι τους φέρθηκαν πολύ καλά κι αυτοί τους πρόδωσαν εναντιώνοντας τους για να απελευθερωθούν. Έτσι, φαίνεται και η πλευρά Ελλήνων που είχαν φιλοτουρκικά αισθήματα την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ήταν αντίθετοι στον αγώνα. Στη συνέχεια, βλέπουμε τη γυναίκα της Ζάκυθος να κατηγορεί τους Μεσολογγίτες για αχαριστία απέναντι στους Ζακυθινούς, που θα τους προσφέρουν τροφή μετά την πτώση του Μεσολογγίου.  Από αυτά, είναι προφανής καταρχάς η χαιρεκακία της για την επικείμενη πτώση του Μεσολογγίου και η απαξίωση για τον αγώνα αυτό. Τέλος, διώχνει τις Μεσολογγίτισσες με την πρόφαση πως έχει δουλειές να κάνει, χωρίς να τηρήσει κανένα τυπικό φιλοξενίας.

     Έτσι, από την μία είναι οι γυναίκες τους Μεσολογγίου που αφήνουν τα πάντα στην άκρη προκειμένου να συνεισφέρουν στον αγώνα εξαιτίας της αγάπη τους για την πατρίδα και την οικογένεια, ενώ από την άλλη είναι η γυναίκα της Ζάκυθος, ρηχή, χωρίς ενδιαφέρον για τα κοινά και με φιλοτουρκικά αισθήματα να αντιπροσωπεύει ένα κομμάτι του τότε Ελληνισμού που ήταν ενάντια στον αγώνα.

     Σε σύγκριση με το σήμερα, το μόνο κοινό της σύγχρονης γυναίκας με τις Μεσολογγίτισσες είναι η αγάπη για την οικογένεια, ενώ δυστυχώς, σήμερα σε ανάλογη περίπτωση οι γυναίκες βάζουν ως πρωταρχικό στόχο την φυγή αυτών και των παιδιών τους, γεγονός που αποδεικνύει μία σημαντική αλλοίωση του εθνικού χαρακτήρα. Συνεπώς, η σύγχρονη γυναίκα παρουσιάζεται να φέρει περισσότερα κοινά με τη γυναίκα της Ζάκυθος, παρά με τις Μεσολογγίτισσες.

ΟΜΑΔΑ Δ΄
Πετρέση Μαρία
Ράζγκελης Κωνσταντίνος
Σιβρίδης Αλέξανδρος
Σπυροπούλου Σοφία
Τσιομπανίδου Βασιλική
Φουντούκα Μαρία

ΟΜΑΔΑ Β - Α3 Της νύφης που κακοπάθησε


ΟΜΑΔΑ Β΄
ΤΗΣ ΝΥΦΗΣ ΠΟΥ ΚΑΚΟΠΑΘΗΣΕ

Το συγκεκριμένο κείμενο είναι παραλογή ως προς το περιεχόμενο του. Έχει δύσκολο νόημα και αρκετούς ιδιωματισμούς που δυσκολεύουν την κατανόηση του. Επίσης στο κείμενο ισχύει η αρχή της ισομετρίας, δηλαδή δεν υπάρχουν διασκελισμοί και κάθε μετρική ενότητα περιέχει ένα ολοκληρωμένο νόημα.

Ένα βασικό στοιχείο που συναντάμε στις τραγωδίες είναι οι εναλλαγές στη ζωή του ήρωα, οι οποίες συνήθως συμβαίνουν χωρίς δική του ευθύνη. Οι αλλαγές στην κατάσταση του ήρωα, με τις έντονες αντιθέσεις και τις απρόσμενες ανατροπές, αποτελούν αυτό που στην τραγωδία ονομάζουμε περιπέτεια.

Στο τραγούδι «της νύφης που κακοπάθησε», μπορούμε να διακρίνουμε τη βασική αντίθεση στη ζωή της ηρωίδας που, ενώ μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια και έλαβε μεγάλη προίκα για το γάμο της, κατέληξε να ξενοδουλεύει για να ζήσει. Ακόμη το κείμενο μας δείχνει πως στα παλιά τα χρόνια η γυναίκα δεν αποφάσιζε αυτή ποιον θα πάρει αλλά οι γονείς της πράγμα που κάνει τη ζωή της πρωταγωνίστριας πιο τραγική. Για παράδειγμα, Τα παλιά χρόνια, για να παντρευτεί μια γυναίκα έπρεπε να της «στείλουν προξενιά». Πιο συγκεκριμένα, είτε μια προξενήτρα ή προξενητής, είτε ένα συγγενικό πρόσωπο, αναλάμβανε να κάνει το προξενιό, δηλαδή να μιλήσει στους γονείς της υποψηφίας νύφης για τον ενδιαφερόμενο. Η υποδοχή της προξενήτρας με ευχάριστο τρόπο σήμαινε και έγκριση του γαμπρού. Αν δεν ήταν σύμφωνοι με το προξενιό, μουντζούρωναν το μέτωπό της και την έστελναν πίσω. Ο γαμπρός με τους γονείς του περίμεναν την επιστροφή της με αγωνία. Αν τους έφερνε ευχάριστη είδηση, της πρόσφεραν ένα μεγάλο δώρο. Οι γονείς της κοπέλας, τότε, ρωτούσαν να μάθουν πληροφορίες για τον ενδιαφερόμενο νέο, όπως αν αυτός ήταν από καλή οικογένεια, αν είχε περιουσία και αν ήταν εργατικός. Αν ο νέος ήταν από άλλο χωριό, τότε οι γονείς πήγαιναν στο χωριό του και ρωτούσαν τους χωριανούς και τους γείτονες του. Αφού συνέλλεγαν τις πιο πάνω πληροφορίες, αποφάσιζαν αν θα παντρέψουν την κόρη τους, χωρίς να λάβουν υπόψη τη γνώμη της κοπέλας. Η περιπέτεια, εδώ, γίνεται αισθητή τόσο μέσα από την σκληρή αλλαγή στην τύχη της κοπέλας και την παντρειά της χωρίς να το θέλει εκείνη όσο και από την ξαφνική επιστροφή στο πατρικό της και τα γεγονότα μέχρι την αναγνώρισή της από τη μητέρα της.

Οι διάφορες αυτές εναλλαγές στη ζωή των ηρώων που τους οδηγούν σε δύσκολες καταστάσεις και τους προκαλούν μεγάλο πόνο, συνιστούν την τραγικότητά τους, υπό την έννοια ότι χωρίς οι ίδιοι να έχουν φταίξει σε κάτι, η ζωή τους ανατρέπεται και βιώνουν έντονα συγκρουσιακές καταστάσεις και θλίψη.

Η τραγικότητα της Ελένης γίνεται αντιληπτή μέσα από την εξαθλίωση που βιώνει μετά το γάμο της, παρ’ όλο που προτού παντρευτεί ανήκε σε μια πλούσια οικογένεια. Μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή της που προέκυψε μέσα από τυχαία περιστατικά «Μα ‘ρτανε χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι», για τα οποία η κοπέλα δεν έχει καμία ευθύνη.

Στις τραγωδίες, επίσης, όπως και στα ομηρικά έπη, έχουμε συχνά την αναγνώριση των ηρώων από αγαπημένα τους πρόσωπα. Στο συγκεκριμένο τραγούδι βρίσκουμε την αναγνώριση της κοπέλας από τη μητέρα της, που επιτυγχάνεται τόσο από τη δεξιότητα με την οποία η «άγνωστη» κοπέλα υφαίνει το βλαντί (ύφασμα) που είχε ξεκινήσει να υφαίνει η κόρη προτού παντρευτεί, όσο και μέσα από το μοιρολόι που τραγουδά καθώς υφαίνει.

Στοιχεία της τραγωδίας είναι επίσης η προοικονομία και ο προϊδεασμός.

«Η προοικονομία σχετίζεται πιο πολύ με την πλοκή του μύθου και των γεγονότων. Με την προοικονομία ένα μελλοντικό γεγονός του μύθου προετοιμάζεται κατάλληλα, για να το δεχθεί ο αναγνώστης ως κάτι το απόλυτα λογικό και φυσικό. Αντίθετα, με τον προϊδεασμό παίρνουμε μια μικρή υποψία, ένα είδος πρόγευσης και διαμορφώνουμε μια πρώτη γενική και αόριστη ιδέα για κάτι που θα συμβεί σε επόμενες στιγμές και στη μετέπειτα εξέλιξη του μύθου.»

Παρόλο που το τραγούδι αυτό είναι πολύ σύντομο σε σχέση με μια τραγωδία και η προοικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, καθώς ο ποιητής δεν προετοιμάζει γεγονότα που θα συμβούν αρκετούς στίχους μετά, όπως συμβαίνει στην τραγωδία, μπορούμε να εντοπίσουμε μια σχετική προοικονομία στον 7ο στίχο: «Μα ‘ρτανε οι χρόνοι δίσεφτοι κι οι μήνες οργισμένοι».

Ο στίχος αυτός που συναντάτε σχεδόν παρόμοιος σε πολλές παραλογές, σηματοδοτεί την απότομη αλλαγή και προετοιμάζει τον αναγνώστη για μια δραστική μεταβολή στην κατάσταση των ηρώων.

Προοικονομία, επίσης, έχουμε στον 13ο στίχο: «- Θέλω να πάω στη μάνα μου, να πάω στα γονικά μου», καθώς η επιθυμία που εκφράζεται από τη νεαρή κοπέλα προετοιμάζει τον ακροατή για την επιστροφή της στο σπίτι των γονιών της. Αλλά και στον στίχο 19 «Χριστέ, να βρω τσι δούλες μου στη βρύση να λευκαίνουν», που μας προετοιμάζει για τη συνάντηση της Ελένης με τις υπηρέτριες του σπιτιού και την επιβράδυνση που θα προκύψει, με την αδυναμία τους να αντιληφθούν ποια είναι η κοπέλα που τους μιλά.

Αντίστοιχα, μπορούμε να διακρίνουμε έναν προϊδεασμό στα λόγια του άντρα της Ελένης, όταν του εκφράζει την επιθυμία της να γυρίσει στους δικούς της: «Ελένη, πλούσια σ’ ήφερα, φτωχή που να σε πάω, / που ντρέπομαι τ’ αδέρφια σου, φοβούμαι τους δικούς σου». Η σκέψη αυτή μας δίνει μια ιδέα για την ντροπή που θα αισθάνεται η κοπέλα, όταν θα επιστρέψει στο πλούσιο πατρικό της.

Επιπλέον, στοιχείο της τραγωδίας είναι η επιβράδυνση στην εξέλιξη των γεγονότων λίγο προτού συμβεί κάτι σημαντικό. Εκεί που ο ακροατής περιμένει την αναγνώριση και υποδοχή της κοπέλας από τους δικούς της, βρίσκουμε την ηρωίδα να συνομιλεί με τις υπηρέτριες του σπιτιού της, οι οποίες όχι μόνο δεν την αναγνωρίζουν, αλλά διαβεβαιώνουν και τη μητέρα της Ελένης πως η άγνωστη κοπέλα δεν είναι η κόρη της.

Τέλος, σημαντικό στοιχείο της τραγωδίας είναι η τραγική ειρωνεία που προκύπτει όταν οι ήρωες αγνοούν καίριες για τους ίδιους πληροφορίες, τις οποίες όμως γνωρίζει ήδη το κοινό. Στο συγκεκριμένο τραγούδι μπορούμε να διακρίνουμε ίχνη αυτής της ειρωνείας, στη συζήτηση της μητέρας με τις υπηρέτριες, όπου η μητέρα παρ’ όλο που ελπίζει για την επιστροφή της κόρης της και παρ’ όλο που υποψιάζεται ότι η άγνωστη κοπέλα είναι η κόρη της, πιστεύει τις δούλες που τη διαβεβαιώνουν για το αντίθετο. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στην άγνοια της μητέρας για την ταυτότητα της κοπέλας που ζητά να δουλέψει στο σπίτι της, ως μία από τις υπηρέτριες.


Εργασία με αφορμή το κείμενο:    Τα Προξενιά 

Τα παλιά χρόνια, για να παντρευτεί μια γυναίκα έπρεπε να της «στείλουν προξενιά». Πιο συγκεκριμένα, είτε μια προξενήτρα ή προξενητής, είτε  ένα συγγενικό πρόσωπο, αναλάμβανε να κάνει το προξενιό , να μιλήσει στους γονείς της υποψηφίας νύφης για τον ενδιαφερόμενο. Η υποδοχή της προξενήτρας με ευχάριστο τρόπο σήμαινε και έγκριση του γαμπρού. Αν δεν ήταν σύμφωνοι με το προξενιό, μουντζούρωναν το μέτωπό της και την έστελναν πίσω. Ο γαμπρός με τους γονείς του περίμεναν την επιστροφή της με αγωνία. Αν τους έφερνε ευχάριστη είδηση, της πρόσφεραν ένα μεγάλο δώρο. Οι γονείς της κοπέλας, τότε, ρωτούσαν να μάθουν πληροφορίες για τον ενδιαφερόμενο νέο, όπως αν αυτός ήταν από καλή οικογένεια, αν είχε περιουσία και αν ήταν εργατικός. Αν ο νέος ήταν από άλλο χωριό, τότε οι γονείς πήγαιναν στο χωριό του και ρωτούσαν τους χωριανούς και τους γείτονες του. Αφού συνέλλεγαν τις πιο πάνω πληροφορίες, αποφάσιζαν αν θα παντρέψουν την κόρη τους, τις περισσότερες φορές χωρίς να λάβουν υπόψη τη γνώμη της κοπέλας.

Λόγιασμα

Το λόγιασμα ήταν η γνωριμία των δυο οικογενειών. Στο λόγιασμα προσκαλούσαν μόνο τους πολύ στενούς συγγενείς, όπως τον ιερέα, τη νονά και το νονό της νύφης και του γαμπρού, τους θείους και τις θείες, τον παππού και τη γιαγιά, τα αδέλφια- αν υπήρχαν- της νύφης και του γαμπρού. Τη μέρα εκείνη ετοιμαζόταν  και το προικοσύμφωνο, το οποίο μάλιστα είχε νομική ισχύ. Στο προικοσύμφωνο έγραφαν αναλυτικά την προίκα που θα έδιναν στα παιδιά τους. Μετά τη συγκεκριμένη διαδικασία,  άρχιζε το φαγοπότι και το τραγούδι.

Εργασία με αφορμή το κείμενο:    ΤΡΟΠΟΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗΣ 1940’-70’

Στον εικοστό αιώνα υπήρχαν διάφοροι τρόποι διασκέδασης, διαφορετικοί από τους σημερινούς και με τα μέσα που τους επέτρεπε εκείνη η εποχή. Οι ενήλικοι άνθρωποι της εποχής πήγαιναν σε κέντρα διασκέδασης με ζωντανή μουσική και συνήθως οι πιο ευκατάστατοι. Οι πιο νεαροί σε ηλικία στη δεκαετία του πενήντα πήγαιναν σε σπίτια φίλων και πάρτι για τη διασκέδαση τους. Ενώ στη δεκαετία του εβδομήντα πήγαιναν σε μαγαζιά που έπαιζαν μια νέα μουσική για την εποχή τους που την ονόμαζαν disco. Τα νεαρά παιδιά διασκέδαζαν παίζοντας κρυφτό και κυνηγητό στις γειτονιές τους. Το 1970-74 οι οικογένειες πήγαιναν σε πανηγύρια, όπου διασκέδαζαν χορεύοντας παραδοσιακούς χορούς.



ΟΜΑΔΑ Β΄
Ράπτης Αλέξανδρος
Στάικογλου Δημήτρης
Τζίνης Γεώργιος
Τσαγκούδης Δημοσθένης
Τσακίρης Γεώργιος
Χαριτούδης Απόστολος